- βλάστημα
- βλάστημαoffspringneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλάστημα — το (AM βλάστημα) [βλαστάνω] γόνος, παιδί μσν. νεοελλ. κάθε τι που φυτρώνει αρχ. 1. ο βλαστός 2. εξάνθημα του δέρματος … Dictionary of Greek
βλάστημα — το 1.η βλάστηση, το φύτρωμα. 2. η εποχή της βλάστησης: Η ανοιξιάτικη παγωνιά χτύπησε τα δέντρα πάνω στο βλάστημά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλάστημ' — βλάστημα , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc sg βλάστημι , βλαστάω bring forth pres ind act 1st sg βλάστημαι , βλαστάω bring forth pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστημάτων — βλάστημα offspring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήμασι — βλάστημα offspring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήμασιν — βλάστημα offspring neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματα — βλάστημα offspring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματι — βλάστημα offspring neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματος — βλάστημα offspring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαστήματ' — βλαστήματα , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc pl βλαστήματι , βλάστημα offspring neut dat sg βλαστήματε , βλάστημα offspring neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)